- προκατειλεγμένῃ
- πρό , κατά-λέγω 2pick upperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκατειλεγμένη — πρό , κατά λέγω 2 pick up perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλέγομαι — Α 1. περιγράφομαι εκ τών προτέρων («ἐούσης τῆς ἄλλης τῆς προκαταλεχθείσης Λιβύης ψιλῆς», Ηρόδ.) 2. προμνημονεύομαι («ἡ προκατειλεγμένη σύνταξις», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλέγω (ΙΙ) «διηγούμαι, ιστορώ, καταγράφω»] … Dictionary of Greek